χολημεσία

χολημεσία
η рвота жёлчью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χολημεσία" в других словарях:

  • χολημεσία — χολημεσίᾱ , χολημεσία vomiting of bile fem nom/voc/acc dual χολημεσίᾱ , χολημεσία vomiting of bile fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολημεσία — η, ΝΜΑ βλ. χολεμεσία …   Dictionary of Greek

  • χολημεσίαν — χολημεσίᾱν , χολημεσία vomiting of bile fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»